κανονίζεται

κανονίζεται
κανονίζω
measure
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευκανόνιστος — εὐκανόνιστος, ον (ΑΜ) αυτός που κανονίζεται εύκολα …   Dictionary of Greek

  • κάνουλα — η 1. ξύλινος ή μεταλλικός σωλήνας με στρόφαλο από τον οποίο κανονίζεται, ρυθμίζεται, η εκροή υγρού 2. φρ. «βάνω κάνουλα» ανοίγω καινούργιο βαρέλι με κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cannula, υποκορ. τού τ. canna «σωλήνας»] …   Dictionary of Greek

  • κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αδρενοστερόνη — Στερεοειδής ορμόνη που παράγεται από τον φλοιό των επινεφριδίων (λέγεται και ανδρογεννητική ορμόνη). Η έκκρισή της κανονίζεται από την αδρενοφλοιοτροφική ορμόνη που παράγεται στον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Έχει μοριακό τύπο C19H24Ο3. Βιολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • φουρνόξυλο — το 1. μακρύ κοντάρι για να κανονίζεται η φωτιά του φούρνου. 2. μακρύ κοντάρι με πανί στη μια του άκρη για τον καθαρισμό του εσωτερικού του φούρνου. 3. μακρύ κοντάρι που καταλήγει σε σανίδα, με το οποίο βάζουν στο φούρνο όσα είναι για ψήσιμο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”